•Ο πρόεδρος του Αγροτικού Ελαιουργικού Συνεταιρισμού (ΑΕΣ) Νηλέας, Γεώργιος Κόκκινος, στο συγκεκριμένο άρθρο στον ΑγροΤύπο, αναφέρεται στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα η παραδοσιακή γεωργία και κτηνοτροφία
Οι αγροτικές κινητοποιήσεις σε όλη την Ευρώπη δημιουργούν εύλογους προβληματισμούς, όχι μόνο σε εμάς τους αγρότες που βιώνουμε τα αδιέξοδα στον πρωτογενή τομέα, αλλά επεκτείνονται στο σύνολο της κοινωνίας, και αυτό συμβαίνει ίσως για πρώτη φορά.
Η αλήθεια είναι ότι μπορεί κάποια προβλήματα να είναι κοινά στον πρωτογενή τομέα των κρατών μελών της Ευρώπης, όμως η γεωργία και η κτηνοτροφία στη χώρα μας έχουν τις δικές τους ιδιαιτερότητες και, κυρίως, στο μεγαλύτερο μέρος τους διατηρούν την παραδοσιακή τους μορφή.
Στην προσπάθεια κατανόησης του προβλήματος, δε φτάνει μόνο να εστιάσουμε στα προβλήματα τα δικά μας ως αγρότες, αλλά επιβάλλεται πρωτίστως να δούμε τη μεγάλη εικόνα, τι συμβαίνει δηλαδή στο χώρο της αγροδιατροφής όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά παγκοσμίως.
Κατά καιρούς έρχονται στο φως δημοσιεύματα που αφορούν στον ελαιοκομικό τομέα της Πορτογαλίας και τα άλματα που έχει κάνει τα τελευταία χρόνια, όπως αντίστοιχα για την Τυνησία, το Μαρόκο και την Τουρκία, που και εκεί ο ελαιοκομικός τομέας αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς.
Πίσω από τα παραπάνω δεν υπάρχουν κυβερνήσεις που σχεδιάζουν και αγρότες που υλοποιούν, αλλά μεγάλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον πρωτογενή ελαιοκομικό τομέα, πολυεθνικών συμφερόντων σε κάποιες περιπτώσεις, που εγκαθιστούν υπερεντατικά συστήματα ελαιώνων σε χιλιάδες στρέμματα.
Εδώ και λίγες δεκαετίες έχει ξεκινήσει μια μεγάλη ανατροπή στον πρωτογενή τομέα που εξελίσσεται πλέον ραγδαία και όπως φαίνεται, ο αγροτικός κόσμος του μέλλοντος δε θα έχει καμία σχέση με τον παλιό που όλοι, ή σχεδόν όλοι, γνωρίζουμε.
Τη μεγάλη αλλαγή φέρνει η ανάπτυξη του βιομηχανικού μοντέλου γεωργίας και κτηνοτροφίας, η οποία αναπτύσσεται πλέον παντού, σε μεγάλη ή μικρότερη κλίμακα.
Η άνθησή του στηρίζεται στα διαθέσιμα κεφάλαια, στην πλήρη μηχανοποίηση, στην έρευνα και τεχνολογία, και στον αυτοματισμό της παραγωγής, ώστε να επιτυγχάνεται μεγάλος όγκος με ελάχιστα εργατικά χέρια, στοχεύοντας στο χαμηλό κόστος παραγωγής. Το πλέον ανησυχητικό, μάλιστα, είναι ότι στο μέλλον πολλές τροφές δε θα παράγονται σε χωράφια, αλλά σε εργαστήρια…
Τα παραπάνω δημιουργούν νέα δεδομένα στον αγροδιατροφικό τομέα και όλα δείχνουν ότι η βιομηχανική μορφή θα εκτοπίσει βίαια την παραδοσιακή, η οποία έχοντας σοβαρά διαρθρωτικά και άλλα προβλήματα, δε δείχνει να μπορεί να αντισταθεί. Συνεπώς, το μέλλον φαντάζει μάλλον δυστοπικό για τη γεωργία και κτηνοτροφία που γνωρίζουμε.
Εύλογα γεννάται το ερώτημα αν υπάρχει ελπίδα, αν μπορεί ο πρωτογενής τομέας με τη μορφή που ξέρουμε να συνεχίσει να υφίσταται, προσφέροντας απασχόληση στην ύπαιθρο και συμβάλλοντας, έστω αναιμικά, στην πολυθρύλητη περιφερειακή ανάπτυξη.
Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό, και κυρίως επειδή η χώρα μας τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της δεν προσφέρεται για την ανάπτυξη του βιομηχανικού μοντέλου -ευτυχώς από πολλές απόψεις-, οι συνέπειες σε οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο θα είναι εξαιρετικά σοβαρές και κυρίως μη αναστρέψιμες.
Ως άμεση συνέπεια, η τροφή θα πάρει βιομηχανικά χαρακτηριστικά, θα ελέγχεται πλήρως από λίγους και οι νέες γενιές ίσως δε μάθουν ποτέ ότι η τροφή από την αγροτική επανάσταση και για 13.000 χρόνια παραγόταν από τη γη και από ανθρώπους που ήταν «δεμένοι» μαζί της…
Τα πλεονεκτήματα της «βιομηχανικής γεωργίας» είναι πολλά και μεγάλα, με κυρίαρχα τα κεφάλαια, την τεχνογνωσία, την τεχνολογία και την έρευνα, το τεράστιο μέγεθος, την επιχειρηματική διάσταση, την πλήρη καθετοποίηση και πρόσβαση στην αγορά και την ευνοϊκή μέριμνα από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων… που επιτυγχάνεται όχι με δυναμικές κινητοποιήσεις, αλλά με άμεση πρόσβαση και επιρροή σε αυτά.
Ενδεικτικά είναι τα παραδείγματα του Kalamata Olive και της Ελιάς ΠΟΠ Καλαμάτα.
Η παραδοσιακή γεωργία δεν έχει στη διάθεσή της τίποτα ή σχεδόν τίποτα από τα προαναφερθέντα. Αυτοί που την ασκούν είναι διάσπαρτοι μικροί καλλιεργητές, συνήθως μεγάλοι σε ηλικία, χωρίς διαδοχή στην αγροτική εκμετάλλευση, με μικρό και διάσπαρτο κλήρο, ανοργάνωτοι, με αδυναμία παρακολούθησης των εξελίξεων και προσαρμογή στα νέα δεδομένα.
Η αγανάκτηση που τους ωθεί να βγαίνουν στους δρόμους είναι εύλογη και δίκαιη, αλλά αρκεί ώστε να ασκήσουν «πίεση» για διαμόρφωση πολιτικής; Μάλλον όχι!
Αντιθέτως, οι κινήσεις αυτές είναι πλήρως προβλέψιμες και το ζήτημα λήγει με κάποιες παροχές από την πλευρά της πολιτείας, χωρίς, όμως, να είναι αποτέλεσμα πολιτικής και σχεδιασμού που θα τους δίνει τη δυνατότητα της βιωσιμότητας.
Και ερχόμαστε στο προκείμενο. Τι θέλουμε; Πρόσκαιρες παροχές για να «κλείσει» το ζήτημα ή αλλαγή πολιτικής; Και ποια είναι η πολιτική που μπορεί να κάνει βιώσιμη την παραδοσιακή γεωργία;
Το παραδοσιακό μοντέλο γεωργίας και κτηνοτροφίας έχει πολλές αδυναμίες, αλλά έχει και μεγάλα πλεονεκτήματα, με κύρια τη φιλικότητα προς το περιβάλλον, το πολιτιστικό απόθεμα και τη γευστική και οργανοληπτική ανωτερότητα των προϊόντων της.
Το ελαιόλαδο που προέρχεται από παραδοσιακούς ελαιώνες έχει μικρότερη περιβαλλοντική επιβάρυνση και σε πολλές περιπτώσεις αρνητικό αποτύπωμα άνθρακα σε σχέση με το ελαιόλαδο των υπερεντατικών ελαιώνων. Αν, όμως, αυτή η διαφοροποίηση δε μεταφράζεται σε πολιτική υποστήριξης, σε πληροφορία και τεκμηρίωση προς τον καταναλωτή, τότε είναι φανερό ποιο ελαιόλαδο θα προτιμηθεί.
Πολιτική στήριξης για τα παραδοσιακά συστήματα γεωργίας και κτηνοτροφίας αποτελεί η δυνατότητα να αναδείξουν τα πλεονεκτήματά τους και να ανταμειφθούν για την περιβαλλοντική και κοινωνική τους προσφορά, δεδομένου ότι υπάρχουν διαθέσιμα πολλά εργαλεία (ΠΟΠ, ΠΓΕ, βιολογική πιστοποίηση, αγροτουρισμός κ.τ.λ.).
Αυτό που δεν υπάρχει είναι η πολιτική κατεύθυνση της ελληνικής γεωργίας. Τι γεωργία θέλουμε, ποιο είναι το μοντέλο που μας ταιριάζει και πώς και με ποια εργαλεία μπορούμε να το υποστηρίξουμε.
Η παραδοσιακή γεωργία και κτηνοτροφία μπορεί να διατηρήσει τη βιωσιμότητά της, αλλά η αναγκαία συνθήκη είναι η οργάνωσή της. Η συμμετοχή, δηλαδή, των ανθρώπων που την ασκούν σε οργανώσεις παραγωγών και συλλογικά σχήματα που δε θα περιορίζονται μόνο στο να συγκεντρώνουν και να διαθέτουν το προϊόν που παράγουν στην αγορά.
Πρωτίστως θα πρέπει να αποκτήσουν πολυλειτουργική διάσταση και να παράγουν πολιτική. Οι επετειακές διαμαρτυρίες είναι καλές και αναγκαίες, αλλά θα φέρουν ουσιαστικό αποτέλεσμα όταν ενταχθούν στο πλαίσιο μιας πολιτικής κατεύθυνσης, διότι από μόνες τους δε θα προσφέρουν τίποτα περισσότερο από ψίχουλα. Χρειάζεται συστηματική δουλειά όλες τις μέρες του χρόνου και κυρίως κατανόηση του προβλήματος, τι είναι αυτό που αλλάζει, ποιες είναι οι απειλές και πώς θα κερδηθεί μια θέση στο νέο κόσμο που διαμορφώνεται. Ένας τόπος ευλογημένος σαν το δικό μας, «ηλιοστάλακτος», αγκαλιασμένος από θάλασσα και με γη σχεδόν αμόλυντη, θα πρέπει επιτέλους να υιοθετήσει συνειδητά τη διαπίστωση του Ξενοφώντα ότι «η γεωργία είναι μητέρα και τροφός των άλλων τεχνών».