Αρχίζει και κόβει ρυθμό η αγορά ελαιολάδου
Τα πρώτα σημάδια κόπωσης είναι ήδη εμφανή στην εγχώρια αγορά ελαιολάδου, με τη ροή των εμπορικών πράξεων να περιορίζεται, σε ένα διεθνές περιβάλλον που από τη μία θέλει τις τιμές στην Ισπανία να πιέζονται και από την άλλη την ιταλική βιομηχανία να επικαλείται για την ώρα γεμάτες δεξαμενές, χωρίς όμως να μεταβάλλονται οι τιμές στη γειτονική χώρα.
Καθώς η αγορά ελαιολάδου αρχίζει και ανακόπτει τους εμπορικούς ρυθμούς, φαίνεται πως τα υψηλά για την περίοδο που διανύεται έχουν ήδη σχηματιστεί και αντοχές για κάτι καλύτερο προς το παρόν δεν υπάρχουν.
Το επόμενο σήμα στην αγορά για κάποια πιθανή ανασύνταξη υπέρ της ανόδου, σύμφωνα με τον Πέτρο Γκόγκο και την ιστοσελίδα agronews, θα έρθει από τις ενδείξεις ανθοφορίας την προσεχή άνοιξη, αλλά και τις αντοχές της κατανάλωσης να αφομοιώσει τις τιμές που έχουν ήδη διαμορφωθεί. Ζητούμενο, λοιπόν, τώρα είναι να δείξει η τιμή παραγωγού αντοχές στην πίεση που διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Ήδη οι τιμές σε Κρήτη και Μεσσηνία έχουν υποχωρήσει λίγο κάτω από την περιοχή των 4,85 ευρώ για το βασικό όγκο που εμπορεύεται αυτήν την περίοδο, ενώ στα παραγωγικά κέντρα της Λακωνίας, όπου παραμένουν τα 5,30 ευρώ το κιλό, η ζήτηση περιορίζεται.
Στα βιολογικά ελαιόλαδα, ωστόσο, τα οποία αποτελούν μια παράλληλη υπο – αγορά, που λειτουργεί σε αρκετές περιπτώσεις με τους δικούς της όρους προσφοράς και ζήτησης, σημειώθηκε τις προηγούμενες ημέρες μια νέα ανοδική πράξη, που τοποθέτησε την τιμή στα 5,80 ευρώ το κιλό, μια ανάσα δηλαδή από τα 6 ευρώ. Πρόκειται για μια ποσότητα 30 τόνων ελαιολάδου του Συνεταιρισμού Παλαιοπαναγιάς Λακωνίας. Πριν από δύο εβδομάδες, ο Συνεταιρισμός Ξηροκαμπίου στη Λακωνία είχε κλείσει εμπορική συμφωνία για 27 τόνους ελαιολάδου με την Agrovim στην τιμή των 5,61 ευρώ το κιλό.
Στη δεδομένη συγκυρία, λίγοι αγοραστές είναι διατεθειμένοι να βάλουν στην αποθήκη τους ακριβά αγορασμένο προϊόν χωρίς να έχουν ενδείξεις για το πού βαδίζει η αγορά.
Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι ένα βυτίο (28 τόνοι) στοιχίζει σχεδόν 149.000 ευρώ έναντι 98.000 ευρώ στα υψηλά της αγοράς πέρυσι, κάτι που σημαίνει ότι το ρίσκο είναι μεγάλο, ειδικά σε μια περίοδο που το χρήμα ακριβαίνει και η ρευστότητα περιορίζεται.
Υπό αυτή την έννοια φαίνεται πως η αγορά έχει σχηματίσει τις κορυφές της, τουλάχιστον για τον υφιστάμενο εμπορικό κύκλο.
Με την παγκόσμια κατανάλωση στους 3,25 εκατ. τόνους, η φετινή παγκόσμια παραγωγή των 2,5 εκατ. τόνων μαζί με τα περσινά αποθέματα μπορεί μετά βίας να διαμορφώσει μια προσφορά των 3,1 εκατ. τόνων. Αυτό σημαίνει ένα έλλειμμα 150.000 τόνων, το οποίο μεταφέρεται και στην επόμενη σεζόν, κάτι που λειτουργεί υποστηρικτικά ως προς τις τιμές, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου, όπως εκτιμούν αρκετοί παραγωγοί, τα δέντρα του χρόνου δε θα είναι τόσο φορτωμένα.